- ποιηταῖς
- ποιητήςmakermasc dat plποιητόςmadefem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CORINTHUS — I. CORINTHUS Iovis filius, Rex Corinthi: unde Proverbium natum, Iovis Corinthus, de iis qui acriter minantur et postea graviter mulctantur. Megara est colonia Corinthiorum, quae ob potentiam urbi maiori omnem honorem habuit et obedivit. Sed cum… … Hofmann J. Lexicon universale
PLOCAMOS — Graece πλόκαμος, plecta sertave capillorum est; nam et πλεκτὴ est funiculus, ἀπὸ τοῦ πλέκειν, Hesych. πλεκτὴ, ςειρὰ; etiam plectas infimae aetatis Auctores dixêre. Πλοκάμους tamen Graeci Grammaticilonge aliter exponunt, deglobis cil. nodisque… … Hofmann J. Lexicon universale
αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… … Dictionary of Greek
επικουρώ — (AM ἐπικουρῶ, έω) [επίκουρος] βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.) μσν. υπερασπίζω αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῑς»,… … Dictionary of Greek
μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… … Dictionary of Greek
μυθογράφος — ο (Α μυθογράφος) αυτός που γράφει, που συνθέτει μύθους, ο μυθοπλάστης («οὐκ ἃν ἔτι πρέπον εἴη ποιηταῑς καὶ μυθογράφοις χρῆσθαι μάρτυσι περὶ τῶν ἀγνοουμένων», Πολύβ.) νεοελλ. αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη συλλογή από ζωντανές αφηγήσεις,… … Dictionary of Greek